ακριβοστολίζω

ακριβοστολίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, ντύνω κάποιον με ακριβά ρούχα: Την κόρη την ακριβοστόλισαν, γιατί θα την έβλεπε ο γαμπρός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”